θαῦμα

θαῦμα
θαῡμα
1 marvel ἦ θαύματα πολλά (v. l. θαυματὰ) O. 1.28 τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον the eruption of Etna P. 1.26

οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.50


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαῦμα — wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • Θαῦμα — Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαῦμ' — θαῦμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμᾶς — θαυμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαι — θαυμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric) θαυμάζω wonder aor inf act θαυμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαις — θαυμά̱σαις , θαυμάζω wonder fut part act fem dat pl (doric) θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) θαυμάζω wonder aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαῦμ' — Θαῦμα , Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαύμας — Θαύμᾱς , Θαύμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”